λογάριασμα

λογάριασμα
το (Μ λογάριασμα) [λογαριάζω]
υπολογισμός, λογαριασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρίθμηση — η 1. λογάριασμα, μέτρημα: Όταν στο τέλος γίνηκε η αρίθμηση, βρέθηκαν οι μισοί από εκείνους που είχαν ξεκινήσει. 2. η διάκριση με ιδιαίτερο αριθμό καθενός από πολλά ομοειδή αντικείμενα: Έγινε η αρίθμηση των σελίδων του βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”